- αδικομάζωτος
- και αδικομάζωχτος, -η, -ο [αδικομαζώνω]αυτός που με αδικίες μαζεύεται ή αποκτιέται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδικομαζώνω — συγκεντρώνω πλούτη με αδικίες και παρανομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + μαζώνω. ΠΑΡ. αδικομάζωμα, αδικομάζωτος] … Dictionary of Greek